περιττεύω

περιττεύω
είμαι περιττός, περίσσιος, πλεονάζω, δε χρειάζομαι: Περιττεύει η παραπέρα εξέταση του θέματος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περιττεύω — βλ. πίν. 19 (μόνο στον ενεστ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περιττεύω — βλ. περισσεύω …   Dictionary of Greek

  • περισσεύω — και περιττεύω ΝΜΑ και περ(ι)σσεύγω και περσεύω Ν [περισσός / περιττός] 1. πλεονάζω, ξεπερνώ τον απαιτούμενο ή τον κανονικό αριθμό, μένω ως υπόλοιπο («μύριοί εἰσιν τὸν ἀριθμόν, εἷς δὲ περισσεύει», Ησίοδ.) 2. είμαι υπερεπαρκής, αφθονώ, έχω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”